νέκταρ

νέκταρ
Σακχαρούχα ουσία που εκκρίνεται από ειδικά όργανα ή από αδενώδεις επιφάνειες (επιφανειακοί εκκριτικοί ιστοί) του φυτού, τα νεκτάρια, τα οποία βρίσκονται συνήθως στα άνθη, αλλά επίσης και σε άλλα φυτικά μόρια. Η παραγωγή του ν. από τα νεκτάρια των ανθέων έχει σκοπό να προσελκύσει τα έντομα, τα οποία διευκολύνουν την επικονίαση στα εντομόφιλα φυτά. Τα νεκτάρια βρίσκονται στα πέταλα, σέπαλα, στήμονες, στίγμα, στη βάση του ύπερου ή κατευθείαν στην επιφάνεια των ιστών, που γίνονται τότε εκκριτικοί, ή μέσα σε ειδικές κοιλότητες. Μερικές φορές, όπως συμβαίνει στους λαμπιάτες, προστατεύονται από τρίχες, λέπια ή ειδικούς δακτυλιοειδείς σχηματισμούς. Εκτός από τα άνθη, νεκτάρια υπάρχουν και στη βάση των μίσχων των φύλλων, καθώς επίσης και στα στελέχη. Και αυτά τα νεκτάρια είναι αδενώδη όργανα που εκκρίνουν σακχαρούχους χυμούς, οι οποίοι όμως, περισσότερο από την προσέλκυση των εντόμων - επικονιαστών, χρησιμεύουν για να προσελκύουν τα είδη εκείνα των εντόμων, ιδιαίτερα τα μυρμήγκια, που η παρουσία τους προστατεύει τα φυτά από τη βορά άλλων ζώων· σε μερικές περιπτώσεις προσελκύουν τα επιβλαβή έντομα και έτσι τα εμποδίζουν να πλησιάσουν τα άνθη, που μένουν τότε ελεύθερα για την ωφέλιμη επίσκεψη των εντόμων - επικονιαστών.
* * *
το (ΑΜ νέκταρ, -αρος)
1. το ποτό τών θεών τής αρχαίας ελληνικής μυθολογίας («ὁ τοῑς ἄλλοισι θεοῑς ἐνδέξια πᾱσιν οἰνοχόει γλυκὺ νέκταρ», Ομ. Ιλ.)
2. γλυκό κρασί εξαιρετικής ποιότητας
νεοελλ.
1. ο ζαχαρούχος χυμός τών ανθέων τον οποίο συλλέγουν διάφορα έντομα, ιδίως οι μέλισσες, και πουλιά
2. μτφ. ευοσμία, ευωδία, άρωμα
3. μτφ. ευτυχία, ευημερία
νεοελλ.-μσν.
1. μτφ. ευγευστότητα, γευστικότητα, νοστιμιά
2. μτφ. γλυκύτητα
αρχ.
1. οίνος, κρασί
2. το ποτὸ τών θεών («τὸ νέκταρ ἔδμεναι αὐτούς», Αλκμ.)
3. το μέλι («ῥεῑ δὲ μελισσᾱν νέκταρι», Ευρ.)
4. ο κεκρύφαλος, είδος αρωματικού μύρου
5. μτφ. χαρακτηρισμός ωδής («καὶ ἐγὼ νέκταρ χυτὸν Μοισᾱν δόσιν», Πίνδ.)
6. μτφ. το ανώτατο όριο, το ζενίθ («τῆς ἡδονῆς τὸ νέκταρ ὀψὲ γοῡν φύγε», Ανών.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκό ουδέτερο ουσ. σε -αρ αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για θρησκευτικό και ποιητικό όρο που δήλωνε το ποτό τών αθανάτων, όπως η αμβροσία δήλωνε την τροφή τών αθανάτων. Θεωρείται συνθ. λ. με α' συνθετικό τη ρίζα *nek- τών νέκες, νέκυς (βλ. λ. νεκρός) και β' συνθετικό το θέμα που εμφανίζεται στο αρχ. ινδ. tarati «διαβαίνω, διασχίζω». Κατ' άλλη άποψη, ελάχιστα πιθανή, η λ. νέκταρ μπορεί να αναλυθεί σε νε-κταρ- από το στερητ. μόριο νε- (βλ. λ. νε-) και β' συνθ. -κταρ- που συνδέεται με τη γλώσσα «κτέρες
νεκροί» (πρβλ. κτέρας, κτερίσματος). Άλλοι συνδέουν τη λ. με τα: τοχαρ. Α' nkat και τοχαρ. Β' ňakte «θεός» ή θεωρούν τη λ. δάνεια είτε από τη Μικρά Ασία είτε από τα Σημιτικά, όπου μάλιστα θα σήμαινε «άρωμα».
ΠΑΡ. νεκτάριο(ν)
αρχ.
νεκτάρεος, νεκταρίτης, νεκταριώδης
μσν.
νεκταρώδης.
ΣΥΝΘ. αρχ. νεκταροειδής, νεκταροσταγής
μσν.
νεκταρόβλυτος, νεκταρόβρυτος, νεκταρόχυμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νέκταρ — nectar neut voc sg νέκταρ nectar neut acc sg νέκταρ nectar neut nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νέκταρ — το νέκταρος 1. το ποτό των θεών της ελληνικής μυθολογίας. 2. ο χυμός που παίρνουν οι μέλισσες από τα λουλούδια. 3. μτφ., χαρακτηρισμός κάθε εύγευστου ποτού: Έχουμε κρασί νέκταρ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πότνια Ἥβη νέκταρ ἐῳνοχόει. — См. Геба …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Нектар в мифологии — (νέκταρ) в греческой мифологии напиток, употреблявшийся богами наряду с амброзией, которая служила им пищей (у лириков значение Н. иногда смешивается со значением амброзии). По Гомеру, нектар был похож на вино, имел красный цвет и при питье… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Нектар, в мифологии — (νέκταρ) в греческой мифологии напиток, употреблявшийся богами наряду с амброзией, которая служила им пищей (у лириков значение Н. иногда смешивается со значением амброзии). По Гомеру, нектар был похож на вино, имел красный цвет и при питье… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • νέκταρι — νέκταρ nectar neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νέκταρος — νέκταρ nectar neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέλισσα — Κοινή ονομασία υμενοπτέρων εντόμων της υπεροικογένειας apοidea, στην οποία περιλαμβάνονται συνολικά 19 οικογένειες με 3.000 περίπου είδη. Όλες οι μ. στηρίζονται στη γύρη ως μοναδική πηγή πρωτεϊνών και στο νέκταρ ως πηγή ενέργειας. Για τον λόγο… …   Dictionary of Greek

  • μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… …   Dictionary of Greek

  • άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”